- λεκίθιον
- λεκίθ-ιον [ῐθ], τό,A bean-meal, PHolm.19.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεκίθιον — λεκίθιον, τὸ (Α) [λέκιθος] αλεύρι από κουκιά … Dictionary of Greek
λεκίθιον — bean meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθίου — λεκίθιον bean meal neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek